- κοινωνιμαῖος
- κοινων-ῐμαῖος, α, ον, = foreg.1.1, πράγματα, τοῖχος, PLond.5.1728.8, PMon.16.19 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοινωνιμαίος — κοινωνιμαῑος και κοινωνιμιαῑος, αία, ον (Α) πάπ. αυτός που ανήκει από κοινού σε κάποιους, ο κοινής χρήσεως, ο κοινόχρηστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνός + κατάλ. ιμαῖος (από συνδυασμό τών καταλ. ιμος και αῖος), πρβλ. επιστολ ιμαίος, υποβολ ιμαίος] … Dictionary of Greek